υπερπληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερπληρώνω < αρχαία ελληνική ὑπερπληρόω / ὑπερπληρῶ < ὑπερπλήρης < ὑπέρ + πλήρης
Ρήμα
υπερπληρώνω
- πληρώνω / γεμίζω σε μεγάλο βαθμό
- → δείτε τη λέξη παραγεμίζω
- (μεταφορικά) καλύπτω / πληρώ τις προδιαγραφές σε μεγάλο βαθμό
Συγγενικά
- υπερπλήρωση
- υπερπληρωτής
- → δείτε τις λέξεις υπέρ, πληρώνω και πλήρης
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερπληρώνω | υπερπλήρωνα | θα υπερπληρώνω | να υπερπληρώνω | υπερπληρώνοντας | |
| β' ενικ. | υπερπληρώνεις | υπερπλήρωνες | θα υπερπληρώνεις | να υπερπληρώνεις | υπερπλήρωνε | |
| γ' ενικ. | υπερπληρώνει | υπερπλήρωνε | θα υπερπληρώνει | να υπερπληρώνει | ||
| α' πληθ. | υπερπληρώνουμε | υπερπληρώναμε | θα υπερπληρώνουμε | να υπερπληρώνουμε | ||
| β' πληθ. | υπερπληρώνετε | υπερπληρώνατε | θα υπερπληρώνετε | να υπερπληρώνετε | υπερπληρώνετε | |
| γ' πληθ. | υπερπληρώνουν(ε) | υπερπλήρωναν υπερπληρώναν(ε) |
θα υπερπληρώνουν(ε) | να υπερπληρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερπλήρωσα | θα υπερπληρώσω | να υπερπληρώσω | υπερπληρώσει | ||
| β' ενικ. | υπερπλήρωσες | θα υπερπληρώσεις | να υπερπληρώσεις | υπερπλήρωσε | ||
| γ' ενικ. | υπερπλήρωσε | θα υπερπληρώσει | να υπερπληρώσει | |||
| α' πληθ. | υπερπληρώσαμε | θα υπερπληρώσουμε | να υπερπληρώσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερπληρώσατε | θα υπερπληρώσετε | να υπερπληρώσετε | υπερπληρώστε | ||
| γ' πληθ. | υπερπλήρωσαν υπερπληρώσαν(ε) |
θα υπερπληρώσουν(ε) | να υπερπληρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερπληρώσει | είχα υπερπληρώσει | θα έχω υπερπληρώσει | να έχω υπερπληρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερπληρώσει | είχες υπερπληρώσει | θα έχεις υπερπληρώσει | να έχεις υπερπληρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερπληρώσει | είχε υπερπληρώσει | θα έχει υπερπληρώσει | να έχει υπερπληρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερπληρώσει | είχαμε υπερπληρώσει | θα έχουμε υπερπληρώσει | να έχουμε υπερπληρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερπληρώσει | είχατε υπερπληρώσει | θα έχετε υπερπληρώσει | να έχετε υπερπληρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερπληρώσει | είχαν υπερπληρώσει | θα έχουν υπερπληρώσει | να έχουν υπερπληρώσει |
| |
Μεταφράσεις
υπερπληρώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.