υπεραερισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπεραερισμός | οι | υπεραερισμοί |
| γενική | του | υπεραερισμού | των | υπεραερισμών |
| αιτιατική | τον | υπεραερισμό | τους | υπεραερισμούς |
| κλητική | υπεραερισμέ | υπεραερισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπεραερισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υπεραερισμός αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
υπεραερισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.