υπερίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπερίτης | οι | υπερίτες |
| γενική | του | υπερίτη | των | υπεριτών |
| αιτιατική | τον | υπερίτη | τους | υπερίτες |
| κλητική | υπερίτη | υπερίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερίτης < Υπρ, το όνομα του χωριού στο οποίο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά
Ουσιαστικό
υπερίτης αρσενικό


Χημική δομή
- χημική ένωση που χρησιμοποιήθηκε ως χημικό όπλο κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (γνωστός και ως αέριο μουστάρδας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.