υπαρχιφύλακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπαρχιφύλακας οι υπαρχιφύλακες
      γενική του υπαρχιφύλακα των υπαρχιφυλάκων
    αιτιατική τον υπαρχιφύλακα τους υπαρχιφύλακες
     κλητική υπαρχιφύλακα υπαρχιφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπαρχιφύλακας < υπ- + αρχιφύλακας

Ουσιαστικό

υπαρχιφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.