υμνογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υμνογραφία οι υμνογραφίες
      γενική της υμνογραφίας των υμνογραφιών
    αιτιατική την υμνογραφία τις υμνογραφίες
     κλητική υμνογραφία υμνογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υμνογραφία < υμνογράφος

Ουσιαστικό

υμνογραφία θηλυκό

  1. η σύνθεση θρησκευτικών ύμνων
  2. σύνολο θρησκευτικών ύμνων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.