υδρονομείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδρονομείο τα υδρονομεία
      γενική του υδρονομείου των υδρονομείων
    αιτιατική το υδρονομείο τα υδρονομεία
     κλητική υδρονομείο υδρονομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδρονομείο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υδρονομείο ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.