υδρομέδουσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρομέδουσα οι υδρομέδουσες
      γενική της υδρομέδουσας των υδρομεδουσών
    αιτιατική την υδρομέδουσα τις υδρομέδουσες
     κλητική υδρομέδουσα υδρομέδουσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδρομέδουσα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υδρομέδουσα θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.