υδρολίπανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρολίπανση οι υδρολιπάνσεις
      γενική της υδρολίπανσης* των υδρολιπάνσεων
    αιτιατική την υδρολίπανση τις υδρολιπάνσεις
     κλητική υδρολίπανση υδρολιπάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρολιπάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδρολίπανση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υδρολίπανση θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.