υδρογονοβόμβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρογονοβόμβα οι υδρογονοβόμβες
      γενική της υδρογονοβόμβας των υδρογονοβομβών
    αιτιατική την υδρογονοβόμβα τις υδρογονοβόμβες
     κλητική υδρογονοβόμβα υδρογονοβόμβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδρογονοβόμβα < υδρογόνο + βόμβα

Ουσιαστικό

υδρογονοβόμβα θηλυκό και βόμβα υδρογόνου

  • σύγχρονο θερμοπυρηνικό όπλο, που η λειτουργία του βασίζεται στη σύντηξη πυρήνων βαρέων ισοτόπων του υδρογόνου (δευτερίου και τριτίου) σε πυρήνες ηλίου. Κατά τη σύντηξη αυτή παράγεται τεράστια ποσότητα ενέργειας που συνοδεύεται από μεγάλο θερμικό κύμα, ωστικό κύμα και ραδιενεργό ακτινοβολία.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.