υδατοφράχτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υδατοφράχτης | οι | υδατοφράχτες |
| γενική | του | υδατοφράχτη | των | υδατοφραχτών |
| αιτιατική | τον | υδατοφράχτη | τους | υδατοφράχτες |
| κλητική | υδατοφράχτη | υδατοφράχτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.