υδατοκαλλιεργητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υδατοκαλλιεργητής οι υδατοκαλλιεργητές
      γενική του υδατοκαλλιεργητή των υδατοκαλλιεργητών
    αιτιατική τον υδατοκαλλιεργητή τους υδατοκαλλιεργητές
     κλητική υδατοκαλλιεργητή υδατοκαλλιεργητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδατοκαλλιεργητής < υδατο- + -καλλιεργητής

Ουσιαστικό

υδατοκαλλιεργητής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.