υβριδοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υβριδοποίηση | οι | υβριδοποιήσεις |
| γενική | της | υβριδοποίησης | των | υβριδοποιήσεων |
| αιτιατική | την | υβριδοποίηση | τις | υβριδοποιήσεις |
| κλητική | υβριδοποίηση | υβριδοποιήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υβριδοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υβριδοποίηση θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
υβριδοποίηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.