τόπακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τόπακας | οι | τόπακες |
| γενική | του | τόπακα | των | τοπάκων |
| αιτιατική | τον | τόπακα | τους | τόπακες |
| κλητική | τόπακα | τόπακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τόπακας < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.