τυπικάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τυπικάρης | οι | τυπικάρηδες |
| γενική | του | τυπικάρη | των | τυπικάρηδων |
| αιτιατική | τον | τυπικάρη | τους | τυπικάρηδες |
| κλητική | τυπικάρη | τυπικάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τυπικάρης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τυπικάρης αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τυπικάρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.