τυλιχτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυλιχτήρας οι τυλιχτήρες
      γενική του τυλιχτήρα των τυλιχτήρων
    αιτιατική τον τυλιχτήρα τους τυλιχτήρες
     κλητική τυλιχτήρα τυλιχτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυλιχτήρας < τυλίγω + -τήρας

Ουσιαστικό

τυλιχτήρας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.