τσουνί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσουνί | τα | τσουνιά |
| γενική | του | τσουνιού | των | τσουνιών |
| αιτιατική | το | τσουνί | τα | τσουνιά |
| κλητική | τσουνί | τσουνιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσουνί < (άμεσο δάνειο) αλβανική tşuni < çun αγόρι, γιος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seu̯H- (γεννώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡suˈni/
Ουσιαστικό
τσουνί ουδέτερο
- (λαϊκότροπο)
- κοτσάνι
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε έχει ανάλογο σχήμα
- (κατ’ επέκταση) (παιδικό) πέος
Μεταφράσεις
τσουνί
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.