τσιφούτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσιφούτης | οι | τσιφούτηδες |
| γενική | του | τσιφούτη | των | τσιφούτηδων |
| αιτιατική | τον | τσιφούτη | τους | τσιφούτηδες |
| κλητική | τσιφούτη | τσιφούτηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιφούτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική çıfıt (απατεώνας, εκμεταλλευτής) < Çıfıt (Εβραίος)
Ουσιαστικό
τσιφούτης αρσενικό
- ο τσιγκούνης που θέλει μόνο να μαζεύει λεφτά εκμεταλλευόμενος τους άλλους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.