τσιριξιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιριξιά οι τσιριξιές
      γενική της τσιριξιάς των τσιριξιών
    αιτιατική την τσιριξιά τις τσιριξιές
     κλητική τσιριξιά τσιριξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιριξιά < τσιρίζω + -ξιά

Ουσιαστικό

τσιριξιά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.