τσηρώτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσηρώτο τα τσηρώτα
      γενική του τσηρώτου των τσηρώτων
    αιτιατική το τσηρώτο τα τσηρώτα
     κλητική τσηρώτο τσηρώτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσηρώτο <  δείτε τη λέξη τσιρότο

Ουσιαστικό

τσηρώτο ουδέτερο

  • άλλη γραφή του τσιρότο (ετυμολογική γραφή κατά τον Μπαμπινιώτη[1][2])

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «τσηρώτο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. «τσηρώτο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.