τσαρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαρισμός οι τσαρισμοί
      γενική του τσαρισμού των τσαρισμών
    αιτιατική τον τσαρισμό τους τσαρισμούς
     κλητική τσαρισμέ τσαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαρισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τσαρισμός αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.