τσαπαρί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαπαρί τα τσαπαριά
      γενική του τσαπαριού των τσαπαριών
    αιτιατική το τσαπαρί τα τσαπαριά
     κλητική τσαπαρί τσαπαριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαπαρί < βενετική chaparin [1] ή τουρκική çaparı

Ουσιαστικό

τσαπαρί ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.