τσίμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τσίμα < (αντιδάνειο): (άμεσο δάνειο) ιταλική cima < λατινική cyma < αρχαία ελληνική κῦμα (νεαρός βλαστός)< κύω. [1][2]. Έχει προταθεί και ετυμολογική ορθογράφηση (τσύμα τσύμα).[3] Κατ' άλλη άποψη < τσιτακισμός /si > /tsi/ του μεσαιωνικού «σιμά σιμά»
- Η επανάληψη τσίμα τσίμα, όπως σε όμοια (κοντά κοντά, λάου λάου).
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡si.ma/
Αναφορές
- τσίμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.