τρωγαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρωγαλίζω < τρωγάλι(α) + -ίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾo.ɣaˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρω‐γα‐λί‐ζω
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τρωγαλίζω | τρωγάλιζα | θα τρωγαλίζω | να τρωγαλίζω | τρωγαλίζοντας | |
| β' ενικ. | τρωγαλίζεις | τρωγάλιζες | θα τρωγαλίζεις | να τρωγαλίζεις | τρωγάλιζε | |
| γ' ενικ. | τρωγαλίζει | τρωγάλιζε | θα τρωγαλίζει | να τρωγαλίζει | ||
| α' πληθ. | τρωγαλίζουμε | τρωγαλίζαμε | θα τρωγαλίζουμε | να τρωγαλίζουμε | ||
| β' πληθ. | τρωγαλίζετε | τρωγαλίζατε | θα τρωγαλίζετε | να τρωγαλίζετε | τρωγαλίζετε | |
| γ' πληθ. | τρωγαλίζουν(ε) | τρωγάλιζαν τρωγαλίζαν(ε) |
θα τρωγαλίζουν(ε) | να τρωγαλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τρωγάλισα | θα τρωγαλίσω | να τρωγαλίσω | τρωγαλίσει | ||
| β' ενικ. | τρωγάλισες | θα τρωγαλίσεις | να τρωγαλίσεις | τρωγάλισε | ||
| γ' ενικ. | τρωγάλισε | θα τρωγαλίσει | να τρωγαλίσει | |||
| α' πληθ. | τρωγαλίσαμε | θα τρωγαλίσουμε | να τρωγαλίσουμε | |||
| β' πληθ. | τρωγαλίσατε | θα τρωγαλίσετε | να τρωγαλίσετε | τρωγαλίστε | ||
| γ' πληθ. | τρωγάλισαν τρωγαλίσαν(ε) |
θα τρωγαλίσουν(ε) | να τρωγαλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τρωγαλίσει | είχα τρωγαλίσει | θα έχω τρωγαλίσει | να έχω τρωγαλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τρωγαλίσει | είχες τρωγαλίσει | θα έχεις τρωγαλίσει | να έχεις τρωγαλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τρωγαλίσει | είχε τρωγαλίσει | θα έχει τρωγαλίσει | να έχει τρωγαλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τρωγαλίσει | είχαμε τρωγαλίσει | θα έχουμε τρωγαλίσει | να έχουμε τρωγαλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τρωγαλίσει | είχατε τρωγαλίσει | θα έχετε τρωγαλίσει | να έχετε τρωγαλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τρωγαλίσει | είχαν τρωγαλίσει | θα έχουν τρωγαλίσει | να έχουν τρωγαλίσει |
| |
Μεταφράσεις
τρωγαλίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.