τρυποφράκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρυποφράκτης οι τρυποφράκτες
      γενική του τρυποφράκτη των τρυποφρακτών
    αιτιατική τον τρυποφράκτη τους τρυποφράκτες
     κλητική τρυποφράκτη τρυποφράκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρυποφράκτης < τρυποφράχτης

Ουσιαστικό

τρυποφράκτης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.