τρομπονίστας
Νέα ελληνικά (el)

μικρός τρομπονίστας
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τρομπονίστας | οι | τρομπονίστες |
| γενική | του | τρομπονίστα | των | τρομπονιστών |
| αιτιατική | τον | τρομπονίστα | τους | τρομπονίστες |
| κλητική | τρομπονίστα | τρομπονίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρομπονίστας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τρομπονίστας αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τρομπονίστας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.