τρίπους
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- τρίπους < τρί- + πούς
Επίθετο
τρίπους, -ους, -ουν
- τρίποδος, με τρία πόδια
- ※ 1ος? αιώνας κε (ψευδο)Απολλόδωρος, Γ, 5, 8
- ἦν δὲ τὸ αἴνιγμα· τί ἐστιν ὃ μίαν ἔχον φωνὴν τετράπουν καὶ δίπουν καὶ τρίπουν γίνεται
- ※ 1ος? αιώνας κε (ψευδο)Απολλόδωρος, Γ, 5, 8
- που έχει έκταση τρία πόδια
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Γ (Θάλεια), 60, 2
- διὰ παντὸς δὲ αὐτοῦ ἄλλο ὄρυγμα εἰκοσίπηχυ βάθος ὀρώρυκται, τρίπουν δὲ τὸ εὖρος, δι᾽ οὗ τὸ ὕδωρ ὀχετευόμενον διὰ τῶν σωλήνων παραγίνεται ἐς τὴν πόλιν ἀγόμενον ἀπὸ μεγάλης πηγῆς.
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Γ (Θάλεια), 60, 2
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| τρῐποδ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | τρίπους | οἱ | τρίποδες | |
| γενική | τοῦ | τρίποδος | τῶν | τριπόδων | |
| δοτική | τῷ | τρίποδῐ | τοῖς | τρίποσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | τρίποδᾰ | τοὺς | τρίποδᾰς | |
| κλητική ὦ! | τρίπους | τρίποδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρίποδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | τριπόδοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πρόπους' όπως «πρόπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
τρίπους αρσενικό
- (έπιπλο) τρίποδας
Πηγές
- τρίπους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρίπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.