τριανταφυλλόνερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τριανταφυλλόνερο | τα | τριανταφυλλόνερα |
| γενική | του | τριανταφυλλόνερου | των | τριανταφυλλόνερων |
| αιτιατική | το | τριανταφυλλόνερο | τα | τριανταφυλλόνερα |
| κλητική | τριανταφυλλόνερο | τριανταφυλλόνερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τριανταφυλλόνερο < τριαντάφυλλ(ο) + -ό- + -νερο
Ουσιαστικό
τριανταφυλλόνερο ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τριανταφυλλόνερο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.