τριανταριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριανταριά οι τριανταριές
      γενική της τριανταριάς των τριανταριών
    αιτιατική την τριανταριά τις τριανταριές
     κλητική τριανταριά τριανταριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριανταριά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τριανταριά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.