τριακονταετηρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριακονταετηρίδα οι τριακονταετηρίδες
      γενική της τριακονταετηρίδας των τριακονταετηρίδων
    αιτιατική την τριακονταετηρίδα τις τριακονταετηρίδες
     κλητική τριακονταετηρίδα τριακονταετηρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριακονταετηρίδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τριακονταετηρίδα θηλυκό

  1. χρονικό διάστημα τριάντα ετών
     συνώνυμα: τριακονταετία
  2. επέτειος των τριάντα ετών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.