τρενάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρενάρισμα τα τρεναρίσματα
      γενική του τρεναρίσματος των τρεναρισμάτων
    αιτιατική το τρενάρισμα τα τρεναρίσματα
     κλητική τρενάρισμα τρεναρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρενάρισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τρενάρισμα ουδέτερο

  • επιβράδυνση με αναβολές.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.