τραχειοτομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραχειοτομία οι τραχειοτομίες
      γενική της τραχειοτομίας των τραχειοτομιών
    αιτιατική την τραχειοτομία τις τραχειοτομίες
     κλητική τραχειοτομία τραχειοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραχειοτομία < τραχεί(α) + -ο- + -τομία

Ουσιαστικό

τραχειοτομία θηλυκό

  • (ιατρική) διάνοιξη της τραχείας, σε περίπτωση απόφραξης του λάρυγγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.