τραπεζοκόμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραπεζοκόμα οι τραπεζοκόμες
      γενική της τραπεζοκόμας
    αιτιατική την τραπεζοκόμα τις τραπεζοκόμες
     κλητική τραπεζοκόμα τραπεζοκόμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραπεζοκόμα < τραπεζοκόμ(ος) +

Ουσιαστικό

τραπεζοκόμα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τραπεζοκόμος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.