τραντισιοναλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τραντισιοναλισμός | οι | τραντισιοναλισμοί |
| γενική | του | τραντισιοναλισμού | των | τραντισιοναλισμών |
| αιτιατική | τον | τραντισιοναλισμό | τους | τραντισιοναλισμούς |
| κλητική | τραντισιοναλισμέ | τραντισιοναλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραντισιοναλισμός < αγγλική traditionalism
Μεταφράσεις
τραντισιοναλισμός
|
→ δείτε τη λέξη παραδοσιοκρατία |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.