τραβολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τραβολογώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
τραβολογώ και τραβολογάω , πρτ.: τραβολογούσα, στ.μέλλ.: θα τραβολογήσω, αόρ.: τραβολόγησα, παθ.φωνή: τραβολογιέμαι, μτχ.π.π.: τραβολογηγμένος
- τραβάω κάποιο άτομο, συνήθως με άσχημο τρόπο
- (μεταφορικά) ταλαιπωρώ κάποιον συνήθως με συνεχείς και χωρίς λόγο μετακινήσεις
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.