τραβολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τραβολογώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

τραβολογώ και τραβολογάω , πρτ.: τραβολογούσα, στ.μέλλ.: θα τραβολογήσω, αόρ.: τραβολόγησα, παθ.φωνή: τραβολογιέμαι, μτχ.π.π.: τραβολογηγμένος

  1. τραβάω κάποιο άτομο, συνήθως με άσχημο τρόπο
  2. (μεταφορικά) ταλαιπωρώ κάποιον συνήθως με συνεχείς και χωρίς λόγο μετακινήσεις

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.