τράμπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τράμπα | οι | τράμπες |
| γενική | της | τράμπας | — | |
| αιτιατική | την | τράμπα | τις | τράμπες |
| κλητική | τράμπα | τράμπες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τράμπα < οθωμανική τουρκική trampa < ιταλική tramutare, "μετατρέπω"
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.