τράκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τράκος | οι | τράκοι |
| γενική | του | τράκου | των | τράκων |
| αιτιατική | τον | τράκο | τους | τράκους |
| κλητική | τράκο | τράκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τράκος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τράκος αρσενικό
σύγκρουση
Μεταφράσεις
τράκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.