τούρκικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- τούρκικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τούρκικος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
τούρκικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
τούρκικα
|
→ δείτε τη λέξη τουρκικά |
Ετυμολογία 2
τούρκικα < τούρκικ(ος) + -α
Επίρρημα
τούρκικα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.