τούνελ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τούνελ < αγγλική tunnel < γαλλική tonnelle

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtu.nel/
ένα τούνελ στο Βούπερταλ της Γερμανίας

Ουσιαστικό

τούνελ ουδέτερο άκλιτο

Εκφράσεις

  • φως στην άκρη του τούνελ: προοπτική ελπίδας και εξόδου από μια δύσκολη περίοδο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.