τούνελ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
τούνελ ουδέτερο άκλιτο
- τεχνητό υπόγειο ή υποθαλάσσιο όρυγμα, που ανοίγεται για να επιτρέψει τη διάβαση ενός αυτοκινητοδρόμου ή μιας σιδηροδρομικής γραμμής
Εκφράσεις
- φως στην άκρη του τούνελ: προοπτική ελπίδας και εξόδου από μια δύσκολη περίοδο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
