τουρκομερίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τουρκομερίτης οι τουρκομερίτες
      γενική του τουρκομερίτη των τουρκομεριτών
    αιτιατική τον τουρκομερίτη τους τουρκομερίτες
     κλητική τουρκομερίτη τουρκομερίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τουρκομερίτης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

τουρκομερίτης

  • Έλληνας προερχόμενος από τουρκοκρατούμενες περιοχές.

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Χ. Σακελλαρίου, Νέο Λεξικό της Δημοτικής, εκδ. Σιδέρης, π. 1978
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.