τοπομετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τοπομετρία | οι | τοπομετρίες |
| γενική | της | τοπομετρίας | των | τοπομετριών |
| αιτιατική | την | τοπομετρία | τις | τοπομετρίες |
| κλητική | τοπομετρία | τοπομετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
τοπομετρία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τοπομετρία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.