τοπικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοπικότητα οι τοπικότητες
      γενική της τοπικότητας των τοπικοτήτων
    αιτιατική την τοπικότητα τις τοπικότητες
     κλητική τοπικότητα τοπικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοπικότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τοπικότητα θηλυκό

  1. ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός τόπου
  2. τοπικισμός
  3. (πληροφορική) βλ. τοπικότητα της αναφοράς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.