τοπικίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τοπικίστρια | οι | τοπικίστριες |
| γενική | της | τοπικίστριας | των | τοπικιστριών |
| αιτιατική | την | τοπικίστρια | τις | τοπικίστριες |
| κλητική | τοπικίστρια | τοπικίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοπικίστρια < τοπικιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Μεταφράσεις
τοπικίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.