τοξιναιμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τοξιναιμία | οι | τοξιναιμίες |
| γενική | της | τοξιναιμίας | των | τοξιναιμιών |
| αιτιατική | την | τοξιναιμία | τις | τοξιναιμίες |
| κλητική | τοξιναιμία | τοξιναιμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοξιναιμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τοξιναιμία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τοξιναιμία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.