τομεύς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τομεύς οἱ τομεῖς - τομῆς*
      γενική τοῦ τομέως τῶν τομέων
      δοτική τῷ τομεῖ τοῖς τομεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν τομέ τοὺς τομέᾱς
     κλητική ! τομεῦ τομεῖς - τομῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τομ1 ή τομεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  τομέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τομεύς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τομεύς, -έως αρσενικό

  1. κάτι που κόβει, τέμνει (όωπς μαχαίρι, πέλεκυς)
  2. (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.