τιτλοφορώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
τιτλοφορώ (παθητική φωνή: τιτλοφορούμαι)
Συγγενικά
- ατιτλοφόρητος
- αυτοτιτλοφορούμαι
- αυτοτιτλοφορούμενος
- τιτλοφορημένος
- τιτλοφόρηση
- τιτλοφορούμενος
- → δείτε τις λέξεις τίτλος και φέρω
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τιτλοφορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τιτλοφορώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.