τηλεσκηνοθέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τηλεσκηνοθέτης οι τηλεσκηνοθέτες
      γενική του τηλεσκηνοθέτη των τηλεσκηνοθετών
    αιτιατική τον τηλεσκηνοθέτη τους τηλεσκηνοθέτες
     κλητική τηλεσκηνοθέτη τηλεσκηνοθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηλεσκηνοθέτης < τηλε- + σκηνοθέτης

Ουσιαστικό

τηλεσκηνοθέτης αρσενικό

  • (επάγγελμα) το άτομο που επιλέγει και εναλλάσσει τα πλάνα που προβάλλονται σε τηλεοπτικά προγράμματα και εκπομπές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.