τηγανιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τηγανιά | οι | τηγανιές |
| γενική | της | τηγανιάς | των | τηγανιών |
| αιτιατική | την | τηγανιά | τις | τηγανιές |
| κλητική | τηγανιά | τηγανιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τηγανιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τηγανιά θηλυκό
- ποσότητα φαγητού που παρασκευάζεται τηγανίζοντας μια φορά[1]
- παραδοσιακό φαγητό της ελληνικής κουζίνας με χοιρινό κρέας[2] ή κοτόπουλο
- το χτύπημα με τηγάνι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τηγάνι
Μεταφράσεις
τηγανιά
|
|
Πηγές
- λήμμα: τηγανιά, Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμειο Θεσσαλονίκης, 1998
- λήμμα: τηγανιά, Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμειο Θεσσαλονίκης, 1998
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.