τζαρτζάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζαρτζάρισμα τα τζαρτζαρίσματα
      γενική του τζαρτζαρίσματος των τζαρτζαρισμάτων
    αιτιατική το τζαρτζάρισμα τα τζαρτζαρίσματα
     κλητική τζαρτζάρισμα τζαρτζαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζαρτζάρισμα < αγγλική charge

Ουσιαστικό

τζαρτζάρισμα ουδέτερο

  • εφόρμηση, παρενόχληση του αντιπάλου με σωματική επαφή (ποδόσφαιρο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.