τεχνολογικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τεχνολογικά < τεχνολογικ(ός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /te.xno.lo.ʝiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεχνολογικά

Επίρρημα

τεχνολογικά

  1. με τεχνολογικό τρόπο
  2. από τεχνολογικής άποψης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τεχνολογικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.