τετραφθορίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραφθορίδιο τα τετραφθορίδια
      γενική του τετραφθοριδίου
& τετραφθορίδιου
των τετραφθοριδίων
    αιτιατική το τετραφθορίδιο τα τετραφθορίδια
     κλητική τετραφθορίδιο τετραφθορίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετραφθορίδιο < τετρα- + φθορίδιο

Ουσιαστικό

τετραφθορίδιο ουδέτερο

  • (χημεία): οποιαδήποτε ουσία στο μόριο της οποίας φέρονται τέσσερα άτομα φθορίου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.